- μηλάνθη
- μηλάνθηapple-blossomfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηλάνθη — μηλάνθη, ἡ (ΑΜ) 1. το έντομο μηλολόνθη 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «μηλάνθη εἶδος ζῷου μικροῡ» 3. (κατά τον Ευστάθ.) «ζῷον μεῑζον σφηκὸς ἐκ τῆς ἀνθήσεως τῶν μηλεῶν γεννώμενον ἢ ἀρχομέναις ἀνθεῑν προσιπτάμενον» 4. άνθος μηλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλολάνθη … Dictionary of Greek
μηλάνθαισιν — μηλάνθη apple blossom fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλάνθην — μηλάνθη apple blossom fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπελάνθη — ἀμπελάνθη, η (Α) το άνθος τής αμπέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπέλι + ἄνθη (η) πρβλ. οἰνάνθη, μηλάνθη, κ.ά.] … Dictionary of Greek
μηλάνθηισιν — μηλάνθῃσιν , μηλάνθη apple blossom fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)